χιλιάρχους

χιλιάρχους
χῑλιάρχους , χιλίαρχος
captain over a thousand
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λεγεώνα — Στρατιωτική μονάδα της ρωμαϊκής εποχής. Η λ. αριθμούσε 300 ιππότες και 3.000 άνδρες πεζικού με αρχηγούς τρεις χιλίαρχους. Καθεμία από τις τρεις αρχικές φυλές (Ραμνήνσης, Τατιήνσης και Λουκερνήσης) προμήθευε το ένα τρίτο αυτής της δύναμης και έναν …   Dictionary of Greek

  • υπατεία — Το αξίωμα των υπάτων στην αρχαία Ρώμη. Ο θεσμός της υ. ξεκίνησε το 509 π.Χ., όταν οι Ρωμαίοι αντικατάστησαν το βασιλιά με δυο αιρετούς άρχοντες των οποίων η εξουσία ήταν ετήσια και συλλογική. Οι άρχοντες αυτοί λέγονταν πραίτορες και εκλέγονταν… …   Dictionary of Greek

  • Κονταξής, Κωνσταντίνος — (Πύργος Σάμου 1780 – 1827). Αγωνιστής του 1821. Ήταν ένας από τους τέσσερις χιλίαρχους, διοικητές των δυνάμεων της Σάμου κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Ως χιλίαρχος διακρίθηκε σχεδόν σε όλες τις επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων στη Σάμο. Τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”